- έμφυση
- η (Α ἔμφυσις)εμφύτευση, παρεμβολή, ανάπτυξηνεοελλ.ιατρ. «έμφυση ή εμφύτευση ή κατασκήνωση ωού» — η διείσδυση τού γονιμοποιημένου ωαρίου μέσα στο βλεννογόνο τής μήτρας για περαιτέρω ανάπτυξηαρχ.η αύξηση ή ανάπτυξη μέσα σε κάποιο μέρος («οὐ πόρρω τῆς τῶν ἀγγείων ἐμφύσεως» — κοντά στο σημείο που αναπτύσσονται τα αγγεία, Ορειβασ.).
Dictionary of Greek. 2013.